Ιστορία της έρευνας
Στον ελλαδικό χώρο είναι σημαντικός ο αριθμός εκκλησιών της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου, αλλά και της πρώιμης νεότερης εποχής, οι οποίες κοσμούνται στις εξωτερικές τους πλευρές με εφυαλωμένα αγγεία ανοιχτού σχήματος (συνήθως πινάκια και κούπες)[1]. Αυτά έχουν κατάλληλα εντοιχιστεί σε ειδικές υποδοχές στην τοιχοποιία των μνημείων[2]. Τα πήλινα αυτά αγγεία αποτελούν μία από τις μορφές πολύχρωμου διακόσμου[3] των εξωτερικών όψεων των βυζαντινών ναών. Πρόκειται για αγγεία που αρχικά κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν σε καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση απέκτησαν μία δεύτερη, διαφορετική της πρωταρχικής τους, χρήση. Η τελευταία αναδεικνύει τη διακοσμητική τους αξία, καθώς επιλέγονται μόνον εφυαλωμένα αγγεία, συνήθως με περίτεχνο διάκοσμο, για να εντοιχιστούν στις όψεις των μνημείων, μη δίνοντας έμφαση στην κατεξοχήν χρήση τους στο σερβίρισμα και την παράθεση της τροφής.
Παρά το γεγονός ότι αυτή η μορφή διακόσμου είχε επισημανθεί πολύ νωρίς από τους μελετητές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής[4], με τις πιο πρώιμες αναφορές να σημειώνονται ήδη από το πρώτο μισό του 20ού αι. από τους G. Millet, A. Grabar, A. H. S. Megaw και Γ. Σωτηρίου[5], αυτό που απασχολούσε την έρευνα ήταν κυρίως η προέλευση αυτού του είδους της διακόσμησης και ο ρόλος των εντοιχισμένων αγγείων ως μέρους των όψεων των ναών, ως τμήμα του αρχιτεκτονικού συνόλου. Χαρακτηριστικές ως προς την πρώτη περίπτωση είναι οι απόψεις του G. Millet, A. Grabar και Χ. Μπούρα[6], ενώ, ως προς τη δεύτερη περίπτωση, ξεχωρίζουν οι αναλυτικοί σχολιασμοί του θέματος από τον Γ. Βελένη και τον Κ. Τσουρή, με αφορμή ευρύτερες, διεξοδικές μελέτες τους ως προς τον εξωτερικό διάκοσμο ή τoν κεραμοπλαστικό διάκοσμο μνημείων της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αντίστοιχα[7]. Αντίθετα, είναι ελάχιστες οι μελέτες που ασχολούνται διεξοδικά αποκλειστικά με τα ίδια τα εντοιχισμένα κεραμικά. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά αυτές του A. H. S. Megaw, του Γ. Νικολακόπουλου, της H. Philon, του G. D. R. Sandersκαι του Κ. Τσουρή[8]. Οι περισσότερες όμως ασχολούνται με μεμονωμένες περιπτώσεις μνημείων και δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής συνθετικές μελέτες, οι οποίες να ασχολούνται συγκεντρωτικά με τα εφυαλωμένα αγγεία μίας ή περισσοτέρων περιοχών. Ως προς αυτό, μεμονωμένη περίπτωση παρέμενε μέχρι πρόσφατα η μελέτη του Κ. Τσουρή για τις εκκλησίες της Βορειοδυτικής Ελλάδας, όπου εντοπίζεται η σχετική μορφή διακόσμου[9]. Οι ευάριθμες και σε τακτά χρονικά διαστήματα δημοσιευμένες μελέτες του Γ. Νικολακόπουλου μέσα στην περίοδο 1979 έως και 1988 για τα εντοιχισμένα αγγεία επιμέρους μνημείων των νομών Αττικής και Αργολίδας[10] -αν και υποδηλώνουν την έναρξη μίας προσπάθειας συστηματικής ενασχόλησης με αυτό το θέμα και μάλιστα με έκδηλο το ενδιαφέρον να αναδειχθεί εξίσου τόσο ο ρόλος των πήλινων αγγείων στην εκάστοτε πλευρά των μνημείων, όσο και το είδος του κάθε αντικειμένου, ξεχωριστά- δεν οδήγησαν σε μία συστηματοποίηση της σχετικής έρευνας.
Στην Ιταλία, αντίθετα, όπου αυτό το είδος εξωτερικής διακόσμησης των ναών απαντά πολύ συχνά, είναι πολυάριθμες οι σχετικές μελέτες και οι συστηματικές δημοσιεύσεις, κυρίως από τη δεκαετία του 1970 και μετά, στις οποίες υιοθετείται ο όρος bacini[11] για να προσδιορίσει τα ανοιχτά αγγεία που εντοιχίζονται στις εξωτερικές πλευρές των ναών. Αξιομνημόνευτη είναι η πρωτοπόρα, συνθετική μελέτη των G. Berti και L. Tongiorgi με θέμα τα εντοιχισμένα αγγεία σε εκκλησίες της Πίζας[12]. Παράλληλα, και άλλοι μελετητές ασχολήθηκαν με τα εντοιχισμένα αγγεία σε μνημεία της ιταλικής χερσονήσου[13], όπως οι H. Blake, S. Gelichi, S. Nepoti[14]. Η ώθηση που προκάλεσε η μελέτη για τα bacini της περιοχής της Πίζας αντικατοπτρίζεται στις πολυάριθμες, σχετικές μελέτες που παρατίθενται από την G. Berti και τον Ε. Tongiorgi[15] και, πιο πρόσφατα, στα πρακτικά συνεδρίου αφιερωμένου αποκλειστικά στις έρευνες γύρω από τα εντοιχισμένα αγγεία[16]. Η διδακτορική διατριβή της Μ. Hobart για τους ναούς της Σαρδηνίας[17], όπου εντοπίζονται εντοιχισμένα αγγεία, αποτελεί ακόμα ένα πρόσφατο παράδειγμα της συστηματικής διερεύνησης της εξάπλωσης αυτής της μορφής διακόσμου σε μία ευρεία περιοχή και όχι απλώς τον εντοπισμό της σε μεμονωμένα μνημεία. Αξίζει να τονιστεί ότι κατά την εποχή του ύστερου μεσαίωνα, στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, αντίστοιχη πρακτική εντοιχισμού πήλινων εφυαλωμένων αγγείων σε εξωτερικές πλευρές μνημείων απαντά σε αρκετές περιοχές της Μικράς Ασίας και στην Αίγυπτο[18]. Επιπλέον, εκκλησίες της Ρωσίας της ίδιας εποχής φέρουν παραδείγματα της ίδιας πρακτικής[19]. Iδιαίτερη παραμένει η περίπτωση του εντοιχισμού εφυαλωμένων αγγείων στο εσωτερικό μεταβυζαντινών ναών της Κύπρου[20].
Όλες οι προαναφερθείσες έρευνες έχουν καταδείξει τη σημασία της ενασχόλησης με αυτό το θέμα, καθώς η μελέτη των εντοιχισμένων αγγείων προσφέρει σημαντικές πληροφορίες όχι μόνο στη μελέτη της μεσαιωνικής εφυαλωμένης κεραμικής και στην επίλυση προβλημάτων σχετιζόμενων με τη χρονολόγηση του μνημείου στο οποίο έχουν εντοιχιστεί, αλλά και στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής[21]. Παράλληλα θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα αναφορικά με τον ή τους σκοπούς που εξυπηρετούσε ο εντοιχισμός των ανοιχτού σχήματος αγγείων[22].
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο άρχισε η συστηματική ενασχόληση με το θέμα. Το έναυσμα για τη διερεύνησή του προέκυψε με αφορμή μία συνεργασία με το πρόγραμμα «Η Δυτική τέχνη στην Κρήτη» του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, και την Ό. Γκράτζιου, για την αναγνώριση των τύπων αγγείων που κοσμούν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στον Πρίνο Μυλοποτάμου. Αναζητώντας συγκριτικό υλικό γι’ αυτά, ερευνήθηκαν οι εξωτερικές πλευρές και άλλων εκκλησιών του νησιού. Από αυτήν την προκαταρκτική αποδελτίωση κατέστη σαφές ότι είναι πολυάριθμες οι εκκλησίες της Κρήτης που κοσμούνται εξωτερικά με εντοιχισμένα αγγεία ανοιχτού σχήματος[23], παρά το ότι η περιοχή αυτή δεν είχε συμπεριληφθεί σε εκείνες όπου εντοπίζεται η σχετική πρακτική, έστω και εάν ο G. Gerola, ήδη από τις αρχές του 20ού αι., σημείωνε την ύπαρξη εντοιχισμένων αγγείων σε εκκλησίες του νησιού[24]. Μέσα από τη συγκέντρωση του σχετικού υλικού έγινε κατανοητό ότι μόνον η συνολική διερεύνηση του θέματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερο έγκυρες παρατηρήσεις για τα προαναφερθέντα ζητήματα και στην καλύτερη κατανόηση της διάχυσης που γνώρισε η πρακτική εντοιχισμού αγγείων, και όχι ο κατακερματισμός της έρευνας σε επιμέρους, μεμονωμένους ναούς ή σε μία μόνο περιοχή. Έτσι, προέκυψε το ερευνητικό πρόγραμμα «Εντοιχισμένα αγγεία σε ναούς της Ελλάδας: ένα ηλεκτρονικό corpus» που στεγάζεται, με την έγκριση της Διευθύντριας Ερευνών του Ι.Ι.Ε. κ. Άννας Λαμπροπούλου, στο ευρύτερο πρόγραμμα του Ινστιτούτου «Ιστορική Γεωγραφία του Ελληνικού Χώρου».
Σε πρώτο στάδιο, το πρόγραμμα επικεντρώνεται στον εντοπισμό, την καταγραφή και την τεκμηρίωση των εντοιχισμένων αγγείων σε ναούς της Αττικής, της Πελοποννήσου[25] και της Κρήτης[26] και εκπονείται σε συνεργασία με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων Αθηνών, Ανατολικής Αττικής, Κορινθίας, Αχαϊας, Ηλείας, Αρκαδίας, Αργολίδας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου, Λασιθίου (πρώην 1η, 6η, 13η, 25η, 26η και 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων). Ένα μέρος του πλούσιου αυτού υλικού από τις τρεις αυτές περιοχές καθίσταται προσβάσιμο στον χρήστη μέσω του ιστότοπου του προγράμματος. Έχει ήδη προγραμματιστεί η επέκταση του προγράμματος στο σύνολο του ελλαδικού χώρου. Ήδη οι καταγεγραμμένοι ναοί ξεπερνούν τους 400 με το πιο πολυπληθές δείγμα να εντοπίζεται στην Κρήτη. Με το δείγμα αυτό θα συγκριθούν τα στοιχεία που ήδη έχουν δημοσιευτεί για τους ναούς της βορειοδυτικής Ελλάδας, οι οποίοι επίσης κοσμούνται με εντοιχισμένα αγγεία[27]. Έχει ήδη σχεδιαστεί η επέκταση της σχετικής έρευνας και στις άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως η κεντρική και βόρεια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, όπου εντοπίζονται ναοί με εντοιχισμένα αγγεία[28].
Πρόσβαση στην αναλυτική τράπεζα πληροφοριών έχουν, προς το παρόν, τα συνεργαζόμενα μέλη του προγράμματος.
Αναστασία Γ. Γιαγκάκη
Βιβλιογραφία
Ανδρούδης 2007: Π. Ανδρούδης, «Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Επισκοπή Άνω Βόλου και ο εντοιχισμένος γλυπτός του διάκοσμος», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας περίοδος Δ΄, τόμος ΚΗ΄ (2007), 85-98.
Atti 1996: Atti XXVI Convegno Internaznionale della Ceramica, “I Bacini murati medievali. Problemi e stato della ricerca”, Albisola, 28-30 maggio 1993, Firenze 1996.
Βελένης 1984: Γ. Μ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1984.
Βeliaev 2007: L. A. Beliaev, «Bacini: glazed househould pottery in Late Byzantine architecture» [στα ρώσικα], Rossiiskaya arkheologiya 3 (2007), 133-140.
Berti 1992: G. Berti, «Bacini ceramici e strutture architettoniche medievali. Considerazioni basate su una ricerca in Toscana», στο: Atti del I Colloquio Hispano-italiano di archeologia medievale (Granada, Aprile 1990), Granada 1992, 133-172.
Berti 1996: G. Berti, «II. Problematiche relative allo studio dei “Bacini”», στο: S. Gelichi, G. Berti, S. Nepoti, «Relazione introduttiva sui “Bacini”», στο: Atti XXVI Convegno Internaznionale della Ceramica, “I Bacini murati medievali. Problemi e stato della ricerca”, Albisola, 28-30 maggio 1993, Firenze 1996, 9-20.
Berti, Gelichi 1993: G. Berti, S. Gelichi, «La ceramica bizantina nelle architetture dell’Italia medievale», στο: S. Gelichi S. (επιμ.), La Ceramica nel mondo Bizantino tra XI e XV secolo e i suoi rapporti con l’Italia, Siena-Pontignano 11-13 Marzo 1991, Firenze, 1993, 125-199.
Berti, Giorgio 2011: G. Berti, M. Giorgio, Ceramiche con coperture vetrificate usate come “bacini”. Importazioni a Pisa e in altri centri della Toscana tra fine X e XIII secolo, Firenze 2011.
Berti, Tongiorgi 1981: G.Berti, L. Tongiorgi, I bacini ceramici medievali delle chiese di Pisa, Roma 1981.
Berti, Tongiorgi 1983: G. Berti, E. Tongiorgi, «Per lo studio dei bacini delle chiese di Pisa: Rassegna di recenti contributi alla storia della ceramica», στο: Le ceramiche medievali delle chiese di Pisa. Contributo per una migliore comprensione delle loro caratteristiche del loro significato quale documento di storia, Pisa 1983, 37-79.
Blake 1980: Blake H., «The bacini of North Italy», στο: La Céramique Médiévale en Méditerranée occidentale, X-XVe siècles, Valbonne 11-14 Septembre 1978, Paris 1980, 93-111.
Blake, Nepoti 1984: H. Blake, S. Nepoti, «I Bacini di S. Nicolo di Ravenna e la ceramica graffita medievale nell’ Emilia-Romagna», Faenza 70 (1984), 354-368.
Castelletti 1994: L. Castelletti, «L’inserimento di ceramiche nell’architettura. Il caso della chiesa di San Romano a Lucca», Archeologia Medievale 21 (1994), 193-211.
Gerola 1993: G. Gerola, Βενετικά Μνημεία της Κρήτης (Εκκλησίες), μτφ. Σ. Γ. Σπανάκης, Κρήτη 1993.
Γιαγκάκη 2010: Α. Γ. Γιαγκάκη, «Εντοιχισμένα πινάκια σε εκκλησίες της Κρήτης: μια ερευνητική πρόταση», στο: Μ. Ανδριανάκης, Ι. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1, Πρακτικά της 1ης συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30 Νοεμβρίου 2008, Ρέθυμνο 2010, 827-840.
Grabar 1928: A. Grabar, Recherches sur les influences orientales dans l’art balkanique, Paris 1928.
Hadjikyriakos 2006: Ι. Hadjikyriakos, «La Decorazione Ceramica degli Interni Nelle Chiese di Cipro», Reporte of the Department of Antiquities in Cyprus (2006), 389-405.
Hobart 2006: Μ. Hobart, Sardinian Medieval Churches and Their Bacini: Architecture Embedded with Archeology, Διδακτορική Διατριβή, New York University 2006.
Megaw 1930-1931: Α. H. S. Megaw, «The Chronology of Some Middle Byzantine Churches», The Annual of the British School at Athens 32 (1931-1932), 90-130.
Megaw 1964-1965: A. H. S. Megaw, «Glazed Bowls in Byzantine Churches», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας περίοδος Δ΄, τόμ. Δ΄ (1964-1965), 145-162.
Μπούρας 1965: Χ. Μπούρας, Βυζαντινά σταυροθόλια με νευρώσεις, Αθήναι 1965.
Μπούρας 1994: Χ. Μπούρας, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Δεύτερος τόμος, Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, Αθήνα 1994.
Νικολακόπουλος 1978: Γ. Νικολακόπουλος, Εντοιχισμένα κεραμεικά στις όψεις των μεσαιωνικών και επί τουρκοκρατίας εκκλησιών μας, Ι. Εισαγωγή, ΙΙ. Τα κεραμεικά των Αγίων Θεοδώρων, Αθήναι 1978.
Νικολακόπουλος 1979: Γ. Νικολακόπουλος, Εντοιχισμένα κεραμεικά στις όψεις των μεσαιωνικών και επί τουρκοκρατίας εκκλησιών μας, ΙΙΙ. Τα κεραμεικά της Παναγίας του Μέρμπακα της Ναυπλίας, Αθήναι 1979.
Νικολακόπουλος 1980: Γ. Νικολακόπουλος, Εντοιχισμένα κεραμεικά στις όψεις των μεσαιωνικών και επί τουρκοκρατίας εκκλησιών μας, ΙV. Τα κεραμεικά του Καθολικού της Παναγίας Φανερωμένης της Σαλαμίνος, Αθήναι 1980.
Νικολακόπουλος 1988: Γ. Α. Νικολακόπουλος, «Τα κεραμικά του παρεκκλησίου της Φανερωμένης της Σαλαμίνας», Αρχαιολογία 28 (1988), 81-84.
Νικολακόπουλος 1989: Γ. Νικολακόπουλος, «Εντοιχισμένα κεραμικά εκκλησιών», Αρχαιολογία 33 (1988), 66-71.
Philon 1985: Η. Philon, «Thessaloniki, Andalusia and the Golden Horde», Balkan Studies 26 (1985), 299-320.
Sanders 1989: G. D. R.Sanders, «Three Peloponnesian Churches and their importance for the Chronology of Late 13th and Early 14th century pottery in the Eastern Mediterranean», στο: Déroche V., Spieser J.M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique suppl. XVIII), Paris, Athènes 1989,189-199.
Σωτηρίου 1942: Γ. Α. Σωτηρίου, Χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία, τόμος Α΄, Χριστιανικά κοιμητήρια, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Εν Αθήναις 1942.
Τσουρής 1988: Κ. Τσουρής, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των υστεροβυζαντινών μνημείων της βορειοδυτικής Ελλάδος, Διδακτορική διατριβή, Καβάλα 1988.
Τsouris 1996: K. Tsouris, «Glazed Bowls in the Late Byzantine Churches of North-Western Greece», Archeologia Medievale 23 (1996), 603-624.
Tsouris 1998: K. Tsouris, «A Bowl Embedded in the Wall of the Chapel of the Hagioi Anargyroi in Vatopedi Monastery», Balkan Studies 39 (1998), 5-14.
Yangaki 2013: A. G. Yangaki, «Immured vessels in churches on Crete: Preliminary observations on material from the prefecture of Rethymnon», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας περίοδος Δ΄, τόμος ΛΔ΄ (2013), 375-384.
[1] Ενδεικτικά, για μία πρώτη καταλογράφηση αυτών βλ. Tsouris 1996, 620-621.
[2] Για την τεχνική αλλά και τους τρόπους εντοιχίσεως των αγγείων στους ναούς βλ. Νικολακόπουλος 1978, 17-19, εικ. 7 – εικ. 11.
[3] Για άλλες μορφές εξωτερικού διακόσμου βλ. συγκεντρωτικά: Tsouris 1996, 603 (όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
[4] Μπούρας 1965, 73 σημ. 318· Βελένης 1984, 194, 195 σημ. 1, 267, 270· Μπούρας 1994, 230.
[5] Millet 1916, 283, εικ. 106, εικ. 118· Grabar 1928, 37· Megaw 1930, 90-130 σποράδην· Σωτηρίου 1942, 411.
[6] Βλ. ενδεικτικά: Millet 1916, 283, εικ. 106, εικ. 118·Grabar 1928, 37-42, 51· Μπούρας 1965, 73 σημ. 318.
[7] Βλ. αντίστοιχα: Βελένης 1984, 194, 267-270· Τσουρής 1988, 95-116· Tsouris 1996, 603-619.
[8] Megaw 1964-1965, 145-162· Νικολακόπουλος 1978· Νικολακόπουλος 1979· Νικολακόπουλος 1980· Νικολακόπουλος 1988, 81-84· Νικολακόπουλος 1989, 66-71· Philon 1985, 299-320· Sanders 1989, 189-199· Tsouris 1996, 603-624· Tsouris 1998, 5-14.
[9] Tsouris 1996, 603-624.
[10] Νικολακόπουλος 1978· Νικολακόπουλος 1979· Νικολακόπουλος 1980· Νικολακόπουλος 1988, 81-84· Νικολακόπουλος 1989, 66-71.
[11] Για την πρώτη αναφορά σε αυτό τον όρο βλ.: Berti, Tongiorgi 1981, 9, σημ. 1 και Berti, Tongiorgi 1983, 39 (όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
[12] Berti, Tongiorgi 1981. Για μία ανανεωμένη παρουσίαση του υλικού αυτού: Berti, Giorgio2011.
[13] Για τις αναλυτικές σχετικές αναφορές βλ. τη βιβλιογραφία στην οικεία σελίδα του ιστότοπου.
[14] Ενδεικτικά, για ορισμένες σχετικές δημοσιεύσεις των μελετητών: Blake 1980, 93-112· Blake, Nepoti 1984, 354-368· Berti, Gelichi 1993, 125-199.
[15] Berti, Tongiorgi1983, 37-79.
[16] Atti 1996.
[17] Hobart 2006.
[18] Berti 1996, 16, 23-26, εικ. 1, εικ. 3-9.
[19] Αναλυτικά βλ.: Beliaev 2007, 133-140.
[20] Για όλες τις σχετικές πληροφορίες: Hadjikyriakos 2006, 389-405.
[21] Ενδεικτικά, για τα σχετικά ζητήματα, βλ.: Megaw 1964-1965, 145-162· Νικολακόπουλος 1978, 1-2· Βerti 1992, 137· Castelletti 1994, 193· Berti 1996, 12-14·Tsouris 1998, 10-11.
[22] Nικολακόπουλος 1978, 6-7· Tsouris 1996, 619· Γιαγκάκη 2010, 830· Yangaki 2013, 382.
[23] Γιαγκάκη 2010, 827-840.
[24] Gerola 1993, 254-255 σημ. 479.
[25] Βλ. τη σχετική βιβλιογραφία.
[26] Για τις πρώτες σχετικές πληροφορίες βλ. Γιαγκάκη 2010, 827-840· Yangaki 2013, 375-384.
[27] Tsouris 1996, 603-624.
[28] Για τρεις ενδεικτικές, σχετικές δημοσιεύσεις: Philon 1985, 299-320· Ανδρούδης 2007, 92-93· Androudis, Yangaki 2014, 51-60.